- στοχαστήν
- στοχαστήςdivinermasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… … Dictionary of Greek